- προεισόδιος
- -α, -ο / προεισόδιος, -ον, ΝΜΑτο ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδιαα) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.)β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς τοῡ ἀντιχρίστου παρουσίας», Στουδ. Θεόδ.)νεοελλ.-μσν.προεισαγωγικός, προκαταρκτικός («ἡ προεισόδιος ἑτοιμάσια τοῡ βασιλέως», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰσόδιον (ουδ. τού επιθ. είσόδιος) «πρόλογος, προοίμιο»].
Dictionary of Greek. 2013.